- φωτεινός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. ο γεμάτος φως, που φωτίζει άπλετα, αυτός που φέγγει: Φωτεινά σήματα.2. αυτός που φωτίζεται καλά, ο φωτερός: Φωτεινός διάδρομος.3. μτφ., διαυγής, σαφής, ευκρινής: Έχει φωτεινό μυαλό.4. το αρσ. και το θηλ. ως κύρ. όνομ., Φωτεινός, ο, Φωτεινή, η.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.